- πυρομορφίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) φωσφορικό ορυκτό τού μολύβδου και τού χλωρίου το οποίο αποτελεί μέλος μιας ομάδας ορυκτών που έχουν παρόμοια δομή και παρόμοιες ιδιότητες με τον απατίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyromorphite (< πυρ + μορφή + κατάλ. -ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.